- γραπώνω
- agripper
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γραπώνω — γραπώνω, γράπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γραπώνω — (λ. ιταλ.), γράπωσα, γραπώθηκα, γραπωμένος 1. πιάνω με τα νύχια, αρπάζω: Η γάτα γράπωσε έναν ποντικό. 2. μτφ., συλλαμβάνω: Η αστυνομία γράπωσε τους ληστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδράχνω — και αδράζω και δράχνω 1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια 2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθετ. + αρχ. δράττομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. άδραγμα, αδραξιά, αδραχτά, αδράχτης ΙΙ, αδράχτια ΙΙ, αδραχτικός] … Dictionary of Greek
αρπακολλώ — ( άω) 1. αρπάζω, πιάνω, γραπώνω 2. μέσ. πιάνομαι σφιχτά, προσκολλώμαι («τα παιδάκια αρπακολλήθηκαν απ τις ποδιές των μονάδων τους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω, αρπώ + κολλώ] … Dictionary of Greek
γράπωμα — το [γραπώνω] άρπαγμα, απότομη σύλληψη … Dictionary of Greek
γραπατσώνω — αρπάζω με τα νύχια, γρατζουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εκφραστικός σχηματισμός του γραπώνω] … Dictionary of Greek
γραπωσιά — η [γραπώνω] το γράπωμα … Dictionary of Greek
γρυπώνω — [γρυπός] 1. συλλαμβάνω κάτι με αγκιστρωτό όργανο 2. γραπώνω … Dictionary of Greek
μπαγλαρώνω — 1. δένω κάποιον καλά 2. (κατ επέκτ.) συλλαμβάνω, φυλακίζω 3. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bağladim, αόρ. τού bağlamak «δένω» αντί τού μπαγλαντίζω, κατά τα γραπώνω, τσακώνω] … Dictionary of Greek
τσακώνω — τσάκωσα, τσακώθηκα, τσακωμένος 1. πιάνω στην τσάκα, παγιδεύω, συλλαμβάνω, γραπώνω. 2. πιάνω κάποιον να κάνει κάτι: Τον τσάκωσα που έκλεβε το γλυκό. 3. το μέσ. και παθ., τσακώνομαι συλλαμβάνομαι, πιάνομαι. 4. έρχομαι στα χέρια με κάποιον, μαλώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)